Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Κυκλάδες οι

См. также в других словарях:

  • Κυκλάδες — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • κυκλάδες — κυκλάς encircling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάδας — Κυκλάδες fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάδεσσιν — Κυκλάδες fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάδων — Κυκλάδες fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάσι — Κυκλάδες fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάσιν — Κυκλάδες fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κυκλαδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Κυκλάδες ή προέρχεται από τις Κυκλάδες («κυκλαδικός πολιτισμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κυκλάδες. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ από τον Ιω. Ψυχάρη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»